αποσυνδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσυνδέω < από + συνδέω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disconnect)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσυνδέω (παθητική φωνή: αποσυνδέομαι)

  1. παύω να συνδέω, χωρίζω κάποια πράγματα που μέχρι τότε ήταν ενωμένα
  2. (μεταφορικά) παύω να συσχετίζω ή να συνεξετάζω πράγματα που μέχρι πρότινος θεωρούσα σχετικά μεταξύ τους

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]