αποσυνδεδεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσυνδεδεμένος η αποσυνδεδεμένη το αποσυνδεδεμένο
      γενική του αποσυνδεδεμένου της αποσυνδεδεμένης του αποσυνδεδεμένου
    αιτιατική τον αποσυνδεδεμένο την αποσυνδεδεμένη το αποσυνδεδεμένο
     κλητική αποσυνδεδεμένε αποσυνδεδεμένη αποσυνδεδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσυνδεδεμένοι οι αποσυνδεδεμένες τα αποσυνδεδεμένα
      γενική των αποσυνδεδεμένων των αποσυνδεδεμένων των αποσυνδεδεμένων
    αιτιατική τους αποσυνδεδεμένους τις αποσυνδεδεμένες τα αποσυνδεδεμένα
     κλητική αποσυνδεδεμένοι αποσυνδεδεμένες αποσυνδεδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσυνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσυνδέω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσυνδεδεμένος και αποσυνδεμένος

  1. που έχει αποσυνδεθεί, συνήθως για συσκευές
  2. χρήστης υπολογιστή που είναι (ή θέλει να φαίνεται) εκτός σύνδεσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]