αποτείνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτείνομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποτείνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτείνομαι, στ.μέλλ.: θα αποταθώ, αόρ.: αποτάθηκα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]