αποτελεσματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτελεσματικότητα < αποτελεσματικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτελεσματικότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς αποτελεσματικός, η ικανότητα να πετυχαίνει κάποιος ή κάτι θετικά αποτελέσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτελεσματικότητα