αποφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφέρω < αρχαία ελληνική ἀποφέρω < ἀπό + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rapporter)
Ρήμα[επεξεργασία]
αποφέρω