αποφασιστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφασιστικότητα < αποφασιστικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποφασιστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αποφασιστικός, η ιδιότητα του αποφασιστικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφασιστικότητα