αποφοιτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποφοιτῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφοιτώ < αρχαία ελληνική ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ < ἀπό + φοιτάω / φοιτῶ < φοῖτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.fiˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

αποφοιτώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]