αποψιλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποψιλώνω < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποψιλώνω

  1. κόβω, καίω, αφαιρώ ή αραιώνω τα δέντρα ή τη βλάστηση μιας περιοχής
     συνώνυμα: απογυμνώνω, αποδασώνω, αποφαλακρώνω
     αντώνυμα: αναδασώνω
  2. αποτριχώνω
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ δικαιώματα ή αρμοδιότητες

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]