απριλιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απριλιανός η απριλιανή το απριλιανό
      γενική του απριλιανού της απριλιανής του απριλιανού
    αιτιατική τον απριλιανό την απριλιανή το απριλιανό
     κλητική απριλιανέ απριλιανή απριλιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απριλιανοί οι απριλιανές τα απριλιανά
      γενική των απριλιανών των απριλιανών των απριλιανών
    αιτιατική τους απριλιανούς τις απριλιανές τα απριλιανά
     κλητική απριλιανοί απριλιανές απριλιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απριλιανός < Απρίλι(ος) + -ανός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pɾi.li.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πρι‐λι‐α‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

απριλιανός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει κατά το μήνα Απρίλιο ή είναι σχετικός με τον Απρίλιο [1]
     συνώνυμα: απριλιάτικος
  2. (ελληνική ιστορία, με κεφαλαίο) Απριλιανός: καθένας από τους πρωτεργάτες του στρατιωτικού Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 [2]
    → δείτε και τις λέξεις χουντικός, Παπαδοπουλικός και Ιωαννιδικός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]