απριλινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απριλινός η απριλινή το απριλινό
      γενική του απριλινού της απριλινής του απριλινού
    αιτιατική τον απριλινό την απριλινή το απριλινό
     κλητική απριλινέ απριλινή απριλινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απριλινοί οι απριλινές τα απριλινά
      γενική των απριλινών των απριλινών των απριλινών
    αιτιατική τους απριλινούς τις απριλινές τα απριλινά
     κλητική απριλινοί απριλινές απριλινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απριλινός < Απρίλιος + -ινός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pɾi.liˈnos/

Επίθετο[επεξεργασία]

απριλινός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]