απόκρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόκρυφος < αρχαία ελληνική ἀπόκρυφος (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική occulte)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.fos/
Επίθετο[επεξεργασία]
απόκρυφος, -η, -ο
- που τον κρατούν κρυμμένο, κρυφό, μυστικό
- άλλη μορφή του αποκρυφιστικός
- (θρησκεία) που έχει σχέση με τα Απόκρυφα (βιβλία) της Αγίας Γραφής
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για τα απόκρυφα ευαγγέλια ή βιβλία
Πηγές[επεξεργασία]
- απόκρυφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απόκρυφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)