απόφοιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπόφοιτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόφοιτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόφοιτος (που έχει φύγει) < αρχαία ελληνική ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ < φοιτάω / φοιτῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.fi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐φοι‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόφοιτος η απόφοιτη το απόφοιτο
      γενική του απόφοιτου της απόφοιτης του απόφοιτου
    αιτιατική τον απόφοιτο την απόφοιτη το απόφοιτο
     κλητική απόφοιτε απόφοιτη απόφοιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόφοιτοι οι απόφοιτες τα απόφοιτα
      γενική των απόφοιτων των απόφοιτων των απόφοιτων
    αιτιατική τους απόφοιτους τις απόφοιτες τα απόφοιτα
     κλητική απόφοιτοι απόφοιτες απόφοιτα
Για το θηλυκό «η απόφοιτος», δείτε την κλίση του ουσιαστικού.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

απόφοιτος, -η, -ο [1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απόφοιτος οι απόφοιτοι
      γενική του/της
του
αποφοίτου
απόφοιτου
των αποφοίτων
απόφοιτων
    αιτιατική τον/την απόφοιτο τους/τις
τους
αποφοίτους
απόφοιτους
     κλητική απόφοιτε απόφοιτοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

απόφοιτος αρσενικό ή θηλυκό [3] (στο θηλυκό, επίσης η απόφοιτη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. απόφοιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. απόφοιτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «απόφοιτος» (ο/η) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    ΣτΕ: Μόνο ως ουσιαστικού κοινού γένους με τύπους -ου και -οίτου, -των & -οίτων, -ους & -οίτους