από στήθους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπό στήθους

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

από στήθους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπὸ στήθους, έκφραση του (Σωκράτης ὁ Σχολαστικός (Socrates Scholasticus) [1] - δείτε στο ἀπὸ στήθους για περισσότερα

Έκφραση[επεξεργασία]

από στήθους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)