αράπης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αράπης οι αράπηδες
      γενική του αράπη των αράπηδων
    αιτιατική τον αράπη τους αράπηδες
     κλητική αράπη αράπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αράπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Arap < αραβική عرب (ʿarab) (Δείτε και Άραβας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αράπης ή Αράπης αρσενικό (πληθυντικός αράπηδες ή αραπάδες), αραπίνα θηλυκό, αραπάκι ουδέτερο

  1. (μειωτικό) ο άνθρωπος με μαύρο δέρμα (Αφρικανός ή αφρικανικής καταγωγής) και, γενικότερα, αυτός που έχει πολύ σκούρα επιδερμίδα, που είναι πολύ μελαμψός
     συνώνυμα: νέγρος
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που είναι πολύ μαυρισμένος (από έκθεση στον ήλιο, εργασία με υλικά όπως το κάρβουνο κ.λπ. -συνήθως συντάσσεται με το σαν)
  3. (λαϊκότροπο) ο Άραβας
  4. (αργκό) (παρωχημένο) ο χώρος απομόνωσης των φυλακών
    ※  Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν δεσμωτήριο εκατοντάδων αντιστασιακών (οι μελλοθάνατοι περνούσαν την τελευταία τους νύχτα έξω από το κυρίως κτίριο, σε ιδιαίτερο κελί, το λεγόμενο Αράπης) (από το άρθρο «Οι φυλακές Αβέρωφ (1892-1971)», tvxs.gr (11-12 Μαΐου 2013)· πρόσβαση: 2019-10-12).

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς: μην προσπαθείς να διορθώσεις κάποιον που από φυσικού του είναι έτσι, διότι ματαιοπονείς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]