αρένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρένα | οι | αρένες |
γενική | της | αρένας | των | αρένων |
αιτιατική | την | αρένα | τις | αρένες |
κλητική | αρένα | αρένες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρένα < (άμεσο δάνειο) ισπανική arena (άμμος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρένα θηλυκό