αραθυμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραθυμώ < μεσαιωνική ελληνική αραθυμώ < αράθυμος < αρχαία ελληνική ῥᾴθυμος

Ρήμα[επεξεργασία]

αραθυμώ

  1. είμαι ράθυμος
  2. λαχταρώ, ποθώ
  3. εξάπτομαι εύκολα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]