αραχίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αραχίδα | οι | αραχίδες |
γενική | της | αραχίδας | των | αραχίδων |
αιτιατική | την | αραχίδα | τις | αραχίδες |
κλητική | αραχίδα | αραχίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραχίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀραχίς από την αιτιατική -ίδα < γαλλική arachide [1] < λατινική arachidna & νεολατινική Arachis (ονομασία ταξινομικού γένους) < ελληνιστική κοινή ἀράχιδνα (λαθούρι) με επίδραση του ἔχιδνα < αρχαία ελληνική ἄραχος < ἄρακος [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈçi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐χί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αραχίδα θηλυκό
- (φυτό) το φυτό από το οποίο βγαίνουν τα αράπικα φιστίκια (Arachis hypogaea), ποικιλία του λαθουριού
- το σπέρμα αυτού του φυτού που περιέχει δύο φιστίκια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αραχίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αραχίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)