αργομισθία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αργομισθία οι αργομισθίες
      γενική της αργομισθίας των αργομισθιών
    αιτιατική την αργομισθία τις αργομισθίες
     κλητική αργομισθία αργομισθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργομισθία < αργόμισθ(ος) + -ία → δείτε τις λέξεις αργός και μισθός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.miˈsθi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γο‐μι‐σθί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αργομισθία θηλυκό

  • η κατοχή μιας θέσης που συνεπάγεται μισθό αλλά δεν απαιτεί την πραγματική προσφορά εργασίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]