αργόστροφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργόστροφος η αργόστροφη το αργόστροφο
      γενική του αργόστροφου της αργόστροφης του αργόστροφου
    αιτιατική τον αργόστροφο την αργόστροφη το αργόστροφο
     κλητική αργόστροφε αργόστροφη αργόστροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργόστροφοι οι αργόστροφες τα αργόστροφα
      γενική των αργόστροφων των αργόστροφων των αργόστροφων
    αιτιατική τους αργόστροφους τις αργόστροφες τα αργόστροφα
     κλητική αργόστροφοι αργόστροφες αργόστροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργόστροφος < αργό- + -στροφος

Επίθετο[επεξεργασία]

αργόστροφος

  • που το μυαλό του δεν παίρνει γρήγορες στροφές, που αργεί να αντιληφθεί ή να επεξεργαστεί νοητικά κάτι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]