αρθροπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρθροπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική arthropathy < αρχαία ελληνική ἄρθρον (< ἀραρίσκω) + -πάθεια (< πάσχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρθροπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρθροπάθεια