αριστοκρατικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριστοκρατικότητα οι αριστοκρατικότητες
      γενική της αριστοκρατικότητας των αριστοκρατικοτήτων
    αιτιατική την αριστοκρατικότητα τις αριστοκρατικότητες
     κλητική αριστοκρατικότητα αριστοκρατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αριστοκρατικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αριστοκρατικότητα θηλυκό

  1. η λεπτότητα των τρόπων και του γούστου
  2. ο τρόπος που ντύνεται και παρουσιάζεται κάποιος σε κάποιες περιπτώσεις με ελαφρά δόση συμπεριφερικής υπεροψίας
  3. η ευγένεια της καταγωγής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]