αριστοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριστοτεχνικός < αριστοτέχν(ης) + -ικός. Δείτε άριστος, τέχνη
Επίθετο[επεξεργασία]
αριστοτεχνικός, -ή, -ό
- που έχει άριστη τεχνική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστοτεχνικός
|