αρκουδοπούρναρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρκουδοπούρναρο < αρκούδ(α) + -ο- + πουρνάρ(ι) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρκουδοπούρναρο ουδέτερο
- (φυτό) αειθαλές δέντρο του είδους Ilex aquifolium με σκούρα πράσινα αγκαθωτά φύλλα και μικρούς κόκκινους καρπούς
- ※ Ξάπλωσε εκεί, κάτω από το αρκουδοπούρναρο που είναι στην άκρη του γκρεμού, και την περίμενε μ' όλο που ήτανε σίγουρος πως δεν θα 'ρθει. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]