αρκούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αρκώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αρκούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. μου είναι αρκετό, μου φτάνει
  2. περιορίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]