αρκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρκῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρκώ < αρχαία ελληνική ἀρκέω / ἀρκῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾˈko/

Ρήμα[επεξεργασία]

αρκώ (παθητική φωνή: αρκούμαι & (σπάνιο) αρκιέμαι)

  1. είμαι αρκετός
     συνώνυμα: φτάνω, επαρκώ
  2. (απρόσωπο) αρκεί: είναι αρκετό
     συνώνυμα: φτάνει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]