αρλεκίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρλεκίνος οι αρλεκίνοι
      γενική του αρλεκίνου των αρλεκίνων
    αιτιατική τον αρλεκίνο τους αρλεκίνους
     κλητική αρλεκίνε αρλεκίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρλεκίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική arlecchino

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρλεκίνος αρσενικό

  1. τύπος της ιταλικής κωμωδίας, συνήθως ντυμένος με καρό ή πολύχρωμα ρούχα
  2. (κατ’ επέκταση) μεταμφιεσμένος με ανάλογη στολή για τις απόκριες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]