αρμαθιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμαθιάζω < αρμαθιά

Ρήμα[επεξεργασία]

αρμαθιάζω

  1. κάνω αρμαθιές
  2. βάζω στη σειρά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]