αρνησικυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρνησικυρία θηλυκό
- το δικαίωμα του αρχηγού της πολιτείας να αρνείται να επικυρώσει έναν νόμο
- (κατ' επέκταση) το δικαίωμα κάποιου να αρνείται να επικυρώσει τις αποφάσεις των εταίρων του