αρραγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρραγής | η | αρραγής | το | αρραγές |
γενική | του | αρραγούς* | της | αρραγούς | του | αρραγούς |
αιτιατική | τον | αρραγή | την | αρραγή | το | αρραγές |
κλητική | αρραγή(ς) | αρραγής | αρραγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρραγείς | οι | αρραγείς | τα | αρραγή |
γενική | των | αρραγών | των | αρραγών | των | αρραγών |
αιτιατική | τους | αρραγείς | τις | αρραγείς | τα | αρραγή |
κλητική | αρραγείς | αρραγείς | αρραγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρραγής < αρχαία ελληνική ἀρραγής < ἀ- + ῥήγνυμι
Επίθετο[επεξεργασία]
αρραγής, -ής, -ές
- που δεν ραγίζει, που δεν έχει ράγισμα
- (κατ’ επέκταση) και (μεταφορικά) που δεν σπάζει
- αρραγές μέτωπο
- ≈ συνώνυμα: άθραυστος
- ≠ αντώνυμα: εύθραυστος
- αρραγές μέτωπο