αρσενοκοίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρσενοκοίτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρσενοκοίτης οι αρσενοκοίτες
      γενική του αρσενοκοίτη των αρσενοκοιτών
    αιτιατική τον αρσενοκοίτη τους αρσενοκοίτες
     κλητική αρσενοκοίτη αρσενοκοίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρσενοκοίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρσενοκοίτης < ἀρρενοκοίτης < ἄρσην + κοι- (κεῖμαι) + -της

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.se.noˈci.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐σε‐νο‐κοί‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρσενοκοίτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]