αρτοκλασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρτοκλασία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτοκλασία οι αρτοκλασίες
      γενική της αρτοκλασίας των αρτοκλασιών
    αιτιατική την αρτοκλασία τις αρτοκλασίες
     κλητική αρτοκλασία αρτοκλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σε ορθόδοξη εκκλησία, λίγο πριν από την αρτοκλασία.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρτοκλασία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀρτοκλασία < ἀρτο- + κλάσ(ις) (σπάσιμο) (< κλάω) + -ία[1][2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.to.klaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐το‐κλα‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρτοκλασία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αρτοκλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αρτοκλασίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αρτοκλασίαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας