αρχαιοβακτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχαιοβακτήριο τα αρχαιοβακτήρια
      γενική του αρχαιοβακτήριου
αρχαιοβακτηρίου
των αρχαιοβακτήριων
αρχαιοβακτηρίων
    αιτιατική το αρχαιοβακτήριο τα αρχαιοβακτήρια
     κλητική αρχαιοβακτήριο αρχαιοβακτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιοβακτήριο < αγγλική archaebacterium < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + βακτήριο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχαιοβακτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]