αρχιτεκτόνισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιτεκτόνισσα < αρχιτέκτονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιτεκτόνισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αρχιτέκτονας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιτεκτόνισσα