ασάφεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσάφεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασάφεια οι ασάφειες
      γενική της ασάφειας των ασαφειών
    αιτιατική την ασάφεια τις ασάφειες
     κλητική ασάφεια ασάφειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασάφεια < αρχαία ελληνική ἀσάφεια < ἀσαφής < ἀ- στερητικό + σαφής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασάφεια θηλυκό

  1. η έλλειψη σαφήνειας, αοριστία, γενικολογία
  2. σημείο ασαφές, μη συγκεκριμένο, υπερβολικά γενικόλογο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]