ασθενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασθενικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασθενικός
- αδύνατος, καχεκτικός
- φιλάσθενος
- φέτος κόλλησε 4 φορές τη γρίπη, είναι πολύ ασθενικός