ασθμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασθμαίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ασθμαίνω

  1. αναπνέω δύσκολα, πνευστιώ, λαχανιάζω
  2. (μεταφορικά) καταβάλλω πολλούς κόπους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]