ασκί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκί τα ασκιά
      γενική του ασκιού των ασκιών
    αιτιατική το ασκί τα ασκιά
     κλητική ασκί ασκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκί < μεσαιωνική ελληνική ασκί(ν) < (ελληνιστική κοινήἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈsci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασκί ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]