ασκομαντούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασκομαντούρα θηλυκό
- (ιδιωματικό, μουσικό όργανο) ο άσκαυλος, το ασκαύλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκομαντούρα
|