αστακόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστακόσουπα οι αστακόσουπες
      γενική της αστακόσουπας
    αιτιατική την αστακόσουπα τις αστακόσουπες
     κλητική αστακόσουπα αστακόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστακόσουπα < αστακ(ός) + -ό- + -σουπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστακόσουπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]