αστόλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστόλιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αστόλιστος
- ακόσμητος, άκοσμος, λιτός, γυμνός
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν βρίσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστόλιστος
|