ασυζητητί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυζητητί < ασυζήτητος + < α- + συζητώ

Επίρρημα[επεξεργασία]

ασυζητητί

  • (λόγιο) (νεολογισμός) για κάτι που το δεχόμαστε χωρίς συζήτηση,
    1. επειδή θεωρείται απολύτως βέβαιο
    2. (κατ’ επέκταση) επειδή δεν επιδέχεται αντίρρηση
      Η αλήθεια είναι πως το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγέτες συζητούν με εθελόδουλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρόθυμα υπακούουν ασυζητητί σε οποιαδήποτε απαίτηση του Βερολίνου, δεν τους βοηθά να αντιληφθούν την έκταση της οργής και του μίσους που προκαλεί η πολιτική που επιβάλλουν στην ΕΕ. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]