ασυνείδητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνείδητος η ασυνείδητη το ασυνείδητο
      γενική του ασυνείδητου της ασυνείδητης του ασυνείδητου
    αιτιατική τον ασυνείδητο την ασυνείδητη το ασυνείδητο
     κλητική ασυνείδητε ασυνείδητη ασυνείδητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνείδητοι οι ασυνείδητες τα ασυνείδητα
      γενική των ασυνείδητων των ασυνείδητων των ασυνείδητων
    αιτιατική τους ασυνείδητους τις ασυνείδητες τα ασυνείδητα
     κλητική ασυνείδητοι ασυνείδητες ασυνείδητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνείδητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνείδητος

  1. ο χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών του, πωρωμένος
  2. (ψυχολ.) όχι συνειδητός
  3. (για πράξεις) άδικος, ανήθικος
    αναρωτιέμαι ποιος θα έκανε ποτέ μια τόσο ασυνείδητη και αισχρή πράξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]