ασυνείδητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνείδητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνείδητος
- ο χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών του, πωρωμένος
- (ψυχολ.) όχι συνειδητός
- (για πράξεις) άδικος, ανήθικος
- αναρωτιέμαι ποιος θα έκανε ποτέ μια τόσο ασυνείδητη και αισχρή πράξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνείδητος
|