ασχετίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασχετίλα | οι | ασχετίλες |
γενική | της | ασχετίλας | — | |
αιτιατική | την | ασχετίλα | τις | ασχετίλες |
κλητική | ασχετίλα | ασχετίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασχετίλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, προφορικό, μειωτικό) η ασχετοσύνη, η παντελής έλλειψη γνώσης για κάποιο θέμα
- ※ Αν φτώχεια σημαίνει πως λείπουν καλά ραδιόφωνα, μπορεί και να δείχνει πόση ασχετίλα υπάρχει.[1]
- ※ Ως τώρα, όλοι τους, αυτοί και άλλοι, προσπαθούσαν να κρύψουν την αμήχανη ασχετίλα τους πιπερολογώντας και κρυπτόμενοι πίσω από εκφράσεις τύπου «θα αγωνιστούμε τώρα από ένα νέο μετερίζι» με περισσότερο ντιριντάχτα.[2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 3 ερωτήσεις Απαντά η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ, δημοσιογράφος και παραγωγός του ραδιοσταθμού 958 fm, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 28 Ιουλίου 2013
- ↑ «Εθνικά αφηγήματα» και λοιπά εισηγήματα athensvoice.gr, 01.09.2015
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασχετίλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)