ασύλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσύλητος, ασύλληπτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύλητος η ασύλητη το ασύλητο
      γενική του ασύλητου της ασύλητης του ασύλητου
    αιτιατική τον ασύλητο την ασύλητη το ασύλητο
     κλητική ασύλητε ασύλητη ασύλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύλητοι οι ασύλητες τα ασύλητα
      γενική των ασύλητων των ασύλητων των ασύλητων
    αιτιατική τους ασύλητους τις ασύλητες τα ασύλητα
     κλητική ασύλητοι ασύλητες ασύλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασύλητος < αρχαία ελληνική ἀσύλητος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασύλητος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη συλώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]