ασύχναστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύχναστος, -η, -ο
- που σπάνια τον συχνάζει κάποιος, όπου σπάνια πηγαίνει κανείς
- ασύχναστος τόπος
- ασύχναστη περιοχή
- ασύχναστο μονοπάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύχναστος
|