ασώματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασώματος η ασώματη το ασώματο
      γενική του ασώματου της ασώματης του ασώματου
    αιτιατική τον ασώματο την ασώματη το ασώματο
     κλητική ασώματε ασώματη ασώματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασώματοι οι ασώματες τα ασώματα
      γενική των ασώματων των ασώματων των ασώματων
    αιτιατική τους ασώματους τις ασώματες τα ασώματα
     κλητική ασώματοι ασώματες ασώματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασώματος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ασώματος, -η, -ο

  1. ο χωρίς σώμα
  2. άυλος, που υπάρχει μόνο σαν ιδέα
    αγάπη είναι μία ασώματη έννοια που δεν μπορούμε να τη δούμε

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]