ατελώνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ατελώνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει περάσει τελωνείο
- (κατ’ επέκταση) λαθραίος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τελωνείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατελώνιστος
|