ατλαζένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατλαζένιος | η | ατλαζένια | το | ατλαζένιο |
γενική | του | ατλαζένιου | της | ατλαζένιας | του | ατλαζένιου |
αιτιατική | τον | ατλαζένιο | την | ατλαζένια | το | ατλαζένιο |
κλητική | ατλαζένιε | ατλαζένια | ατλαζένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατλαζένιοι | οι | ατλαζένιες | τα | ατλαζένια |
γενική | των | ατλαζένιων | των | ατλαζένιων | των | ατλαζένιων |
αιτιατική | τους | ατλαζένιους | τις | ατλαζένιες | τα | ατλαζένια |
κλητική | ατλαζένιοι | ατλαζένιες | ατλαζένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.tlaˈze.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ατ‐λα‐ζέ‐νιος
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐τλα‐ζέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
ατλαζένιος, -α, -ο
- (για ύφασμα) κατασκευασμένος από ατλάζι, που αποτελείται από ατλάζι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατλαζένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)