ατμοηλεκτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατμοηλεκτρικός < ατμο- + ηλεκτρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ατμοηλεκτρικός, -ή, -ό
- που παράγει ηλεκτρισμό με τη συνδρομή του ατμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ατμός, ηλεκτρικός και ηλεκτρισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμοηλεκτρικός