ατροφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατροφώ < αρχαία ελληνική ἀτροφέω / ἀτροφῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ατροφώ

  1. (ιατρική) υποφέρω από ατροφία, έχω ατονήσει, είμαι καχεκτικός
  2. (μεταφορικά) υπολειτουργώ, έχω ατονήσει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]